- απενιαυτίζω
- ἀπενιαυτίζω κ. ἀπενιαυτῶ (Α)1. εξορίζομαι για ένα έτος2. επιζώ επί ένα έτος, ζω ακόμη ένα έτος μετά από κάποιο γεγονός.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)-* + ενιαυτίζω, ενεργ. του ενιαυτίζομαι σε σύνθεση του ενιαυτίζομαι («διέρχομαι ένα έτος») < ενιαυτός «χρονική περίοδος, έτος»].
Dictionary of Greek. 2013.